- πρωτοστασία
- πρωτο-στᾰσία, ἡ,A office of
πρωτοστάτης 11
, as a λειτουργία, Cod.Theod.11.23.1, Cod.Just.10.42.8, 10.62.3;= principatus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτοστάτης 11
, as a λειτουργία, Cod.Theod.11.23.1, Cod.Just.10.42.8, 10.62.3;= principatus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτοστασία — ἡ, ΜΑ [πρωτοστάτης] το αξίωμα τού πρωτοστάτη, δηλαδή αυτού που κατέχει τη σπουδαιότερη ή την πρώτη θέση σε μια ιεραρχική τάξη αρχ. το να κατέχει κανείς την πρώτη θέση, η πρωτιά … Dictionary of Greek